Ασφαλιστική ορολογία
Σε αυτή τη σελίδα περιγράφεται η λεκτική απόδοση που χρησιμοποιείται στον τομέα των ασφαλίσεων, καθιστώντας κατανοητές τις έννοιες και τους όρους που σχετίζονται με αυτήν.
Αντασφάλιση είναι η ασφάλιση από τρίτο της ασφαλιστικής κάλυψης που προσέφερε ο ασφαλιστής ή πιο απλά η ασφάλιση μέρους του κινδύνου που ανέλαβε ένας ασφαλιστής από έναν άλλο εξειδικευμένο ασφαλιστή που ονομάζεται αντασφαλιστής. Με απλά λόγια, η αντασφάλιση είναι η ασφάλιση της ασφάλισης.
Αντικείμενο της Ασφάλισης μπορεί να είναι οποιαδήποτε περιουσία ουσιαστικής αξίας ή οποιοδήποτε γεγονός που, όταν συμβεί, θα προκαλέσει την απώλεια ενός νομικού δικαιώματος ή τη δημιουργία νομικής ευθύνης.
Αποζημίωση είναι μια ασφαλιστική αρχή που επιδιώκει να τοποθετήσει τον ασφαλισμένο μετά από μια ζημιά στην ίδια θέση, όσο είναι δυνατόν, που κατείχε πριν τη ζημιά. Δεν εφαρμόζεται στις Ασφαλίσεις Ζωής και κατά γενικό κανόνα στις Ασφαλίσεις Προσωπικών Ατυχημάτων. Αποζημίωση είναι επίσης η έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή ή του αντασφαλιστή για μια ζημιά.
Ασφάλιση είναι ένα κοινό ταμείο στο οποίο συνεισφέρουν οι πολλοί, για να καλύψουν τους ίδιους από μια τυχαία και μη αναμενόμενη ζημιά ( ή/ και γενικότερα από οποιαδήποτε ζημιά έχει προσυμφωνηθεί).
Ασφάλιση ποσοστού είναι η ασφάλιση που συμφωνείται από την αρχή, κατά τη σύναψη της σύμβασης, να αντιστοιχεί σε ποσοστό της ασφαλιστικής αξίας του πράγματος. Εξυπακούεται πως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, η αποζημίωση θα είναι αντίστοιχο ποσοστό στο ύψος της ζημιάς. Είναι δυνατόν ασφαλιστής να ασφαλίσει π.χ. το 50% της αξίας ενός πράγματος. Έτσι σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, θα αποζημιώσει το 50% της ζημιάς. Λειτουργεί, δηλαδή ο αναλογικός κανόνας. Σε περίπτωση που το 100% της αξίας του πράγματος είναι μικρότερο από το ποσό που προκύπτει, από την αναγωγή του ποσού της ασφαλιζόμενης αξίας στο 100%, τότε η αποζημίωση υπολογίζεται αναλογικά με το ποσοστό ασφάλισης, επί της πραγματικής αξίας του πράγματος.
Το ασφαλιστήριο είναι ένα ιδιωτικό έγγραφο συμφωνητικό, το οποίο εκδίδεται από τον ασφαλιστή (αλλιώς είναι ανίσχυρο), ως οφείλει, υποχρεωτικά και αποδεικνύει την ασφαλιστική σύμβαση. Το έγγραφο αυτό έχει αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα. Αν δεν υπάρχει ασφαλιστήριο, το περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης μπορεί να αποδειχθεί μόνο με όρκο ή με ομολογία.
Η λέξη «Ασφαλιστής» δηλώνει την Ασφαλιστική Επιχείρηση, η οποία πρέπει να είναι μεγάλης κεφαλαιουχικής βάσης και υψηλής φερεγγυότητας και η οποία αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλισμα στον Δικαιούχο σε περίπτωση που συμβεί ο καλυπτόμενος κίνδυνος. Βάση του Ν. 400/70, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα και ισχύει σήμερα, υπάρχουν δύο κατηγορίες ασφαλιστικών επιχειρήσεων και είναι : · Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις Ζημιών, που ασκούν ασφαλίσεις κατά Ζημιών, · Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις Ζωής, που ασκούν ασφαλίσεις Ζωής. Ο όρος «Ασφαλιστές», όμως χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για όλους εκείνους τους ανθρώπους που διαμεσολαβούν για να πραγματοποιηθεί η Ασφαλιστική σύμβαση. Δηλαδή τους διαμεσολαβούντες στην πώληση ασφαλιστηρίων αλλά και τους υπόλοιπους εργαζόμενους σε μια Ασφαλιστική Εταιρία.
Στην ασφαλιστική σύμβαση, ασφαλιστική αξία ονομάζεται η αντικειμενική, πραγματική αξία, ενός πραγματικού αντικειμένου, μια δεδομένη «στιγμή». Εξ’ ορισμού, η ασφαλιστική αξία αφορά μόνο σε ασφαλίσεις ζημιών πραγμάτων, που υπάρχει η δυνατότητα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας τους σε χρήμα, προς αντικατάσταση. Σε μια σύμβαση, η ασφαλιστική αξία επιδέχεται αυξομειώσεις σε δεδομένες «στιγμές», λόγω παλαιότητας, υποτίμησης ή διαφοροποίησης.
Ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιζόμενο κεφαλαίο, είναι το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή, το οποίο συνομολογείται μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης ή ασφαλιζομένου, αναγράφεται στην ασφαλιστική σύμβαση και επ’ αυτού υπολογίζονται τα ασφάλιστρα. Ασφαλιστική αξία ή ασφαλιστικό συμφέρον και ασφαλιστικό ποσό, πρέπει να είναι ένα και το αυτό, για να είναι πλήρης η ασφαλιστική κάλυψη.
Ασφαλιστικό συμφέρον είναι η οικονομικής φύσης σχέση προσώπου προς αγαθό. Συχνά, όχι όμως πάντα, η σχέση αυτή είναι νομική σχέση (π.χ. κυριότητα). Μπορεί όμως η σχέση αυτή να μην είναι ευθέως νομική, αλλά να απορρέει από επικαρπία ή άλλο έννομο συμφέρον (π.χ. από χρήση ενοικιαζόμενου καταστήματος). Ασφάλιση συμφερόντων αντιθέτων προς τα χρηστά ήθη ή παράνομη δραστηριότητα όπως π.χ. ασφάλιση ναρκωτικών, προϊόντων λαθρεμπορίας κ.α. είναι άκυρη.
Ο όρος ασφαλιστικός κίνδυνος χρησιμοποιείται με 3 διαφορετικές έννοιες: α) Το αντικείμενο της ασφάλισης, δηλαδή το διαμέρισμα που ασφαλίζουμε, το μηχάνημα, το σκάφος αναψυχής, το άτομο, κ.ό.κ. β) Η αβεβαιότητα ή την πιθανότητα του ζημιογόνου γεγονότος και των διαστάσεων ζημίας, που μπορεί να προκληθούν. γ) Το ζημιογόνο γεγονός, έναντι του οποίου γίνεται η ασφάλιση.
Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης. Με την πρακτοριακή σύμβαση μπορεί να περιορίζεται το δικαίωμα του ασφαλιστικού πράκτορα να συνάπτει σύμβαση πρακτόρευσης και με άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Επασφάλιστρο είναι το επιπλέον ασφάλιστρο που πληρώνει ο ασφαλισμένος, είτε λόγω επαγγέλματος, είτε λόγω υγείας. Τα επαγγελματικά επασφάλιστρα καθορίζονται σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων επαγγελμάτων, ενώ τα επασφάλιστρα υγείας καθορίζονται με βάση τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ασφαλισμένος.
Συμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει την ασφάλιση με την εταιρεία. Ο Συμβαλλόμενος μπορεί να είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον ασφαλισμένο, αρκεί να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική, επαγγελματική ή άλλη σχέση που να δικαιολογεί το ασφαλιστικό ενδιαφέρον του Συμβαλλομένου για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Συνασφάλιση είναι, η ασφάλιση ενός ασφαλισμένου πράγματος κατά του ίδιου κινδύνου, σε δύο ή περισσότερους ασφαλιστές. Οι ασφαλίσεις αυτές είναι ισχυρές μέχρι την έκταση της ζημιάς, ή αναλογικά για τον κάθε ασφαλιστή, μέχρι το ποσό της σύμβασής του. Ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος, οφείλουν να γνωστοποιούν σε κάθε ασφαλιστή που συνασφαλίζει, την ύπαρξη και των άλλων ασφαλιστικών συμβάσεων. Ο νόμος προβλέπει ότι στην συνασφάλιση μπορεί να υπάρχει ή και να μην υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των συνασφαλιστών. Σε περίπτωση όμως που παραλείψει ο λήπτης ασφάλισης ή ασφαλιζόμενος να γνωστοποιήσει με δόλο την ύπαρξη συνασφάλισης στους συνασφαλιστές, τότε η ασφάλιση είναι ανίσχυρη.
Υπασφάλιση υπάρχει, όταν το καλυπτόμενο ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιζόμενο κεφάλαιο είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία του πράγματος. Έτσι, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ισχύει ο αναλογικός όρος. Στην υπασφάλιση, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, η αποζημίωση είναι ανάλογη με τη σχέση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλιστικού ποσού-ασφαλιζόμενου κεφαλαίου.
Υπερασφάλιση υπάρχει, όταν το καλυπτόμενο ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιζόμενο κεφάλαιο, είναι μεγαλύτερο από την ασφαλιστική αξία του πράγματος. Αυτό μπορεί να οφείλεται, είτε σε ακούσια υπερτίμηση της ασφαλιστικής αξίας του πράγματος, είτε σε εκούσια δόλια πρόθεση του λήπτη της ασφάλισης-ασφαλισμένου. Ανεξάρτητα του αν συμβαίνει το ένα ή το άλλο και τους λόγους στους οποίους οφείλεται, αντίκειται τόσο στην ασφαλιστική αρχή διαχείρισης κινδύνου, όσο και στην υφιστάμενη νομοθεσία.